Αυτό είναι ένα γράμμα ή ίσως ένα ημερολόγιο. Γραμμένο μετά από χρόνια, με σβησμένες τις λεπτομέρειες. Αφιερωμένο σε κείνον, που τον συνάντησα στη ζωή μου όταν ήμουν μικρή και ύστερα νέα και που, φαίνεται, δε θα τον ξαναδώ ποτέ. Κάθε μικρό σημάδι, κάθε μια πληγή στο σώμα μας αφηγείται την συνάντησή μας με τον έξω κόσμο. Τα γόνατά της είναι γεμάτα σημάδια, τότε που εκείνος της τα έδενε με επιδέσμους. Ήταν 11 χρονών. Τα χείλη της είναι χλωμά και σκισμένα από το κρύο. Όταν τα χείλη μας σκίζονται, ματώνουν. Στεγνώνουν πάρα πολύ. Είναι επειδή έχει καιρό να μας φιλήσει κάποιος.
Ας δούμε ποιες είναι οι αντιδράσεις. Καταρχήν: είναι νέα,πολύ νέα φοράει κραγιόν έντονο βυσσινί, νέα είναι πολύ και θυμωμένη. Γυρίζει με τις γάτες, με τους ανέμους να σφυράνε στο κεφάλι της.Θέλει να απαλλαγεί από όλα, από όλους, θέλει τα σύννεφά της, τα όνειρά της θέλει.Tα όνειρά της. Έχει πολύ θυμό για όλους. Ακούστε! Αλλά μη χάσετε από τα μάτια σας το πρόσωπό της,μη χάσετε από τα μάτια σας τον ασυγκράτητο, νεανικό και υπόκωφο θυμό της. «Θα είμαι καλή, πρέπει να είμαι καλή , πρέπει να μην τους απογοητεύσω,μόνο εμένα είχαν πάντα. Θα χτενίσω τα μαλλιά μου, θα ντυθώ όπως τους αρέσει, θα κρύψω τα σημάδια μου. Θα χαμογελάσω. Μια σπουδαία κόρη, μια κόρη αλλιώτικη,ας δούμε…» Οι γονείς που δεν έφταιγαν και σε τίποτα . Ο ρόλος τους έφταιγε. Η κόρη η νέα,η άσωτη και οργισμένη… -Στο μέλλον θα χαθεί, θα μεταμορφωθεί, θα γίνει ανάμνηση. Η μήπως φαντασίωση;
Ήταν ρολόι; Ήταν φεγγάρι: και τότε γιατί ξετυλιγόταν σαν να του είχε φύγει πόντος; Αυτή ήταν μικρή και της άρεσε να αντιγράφει γράμματα σε λέξεις κι ας μην ήξερε τι σήμαιναν. Μιμόταν το σχήμα τους. Κι αυτά; Αυτά ζούσαν μέσα στις πτυχές των ρούχων της. Την κυρίευαν, την κατέκλυζαν, την πολιορκούσαν στα όνειρά της. Όταν η μαμά της τίναζε τα σεντόνια της ή τα ρούχα της, γράμματα πετάγονταν από μέσα παντού, κολλούσαν στα πράγματα, χόρευαν κοροϊδευτικά μπροστά της, μεταμορφώνονταν σε καπέλα, σπίτια, γάντια και ζώα. Εκείνη αγαπούσε το σχήμα τους, την μυρωδιά τους, την γεωμετρία τους.
Από τότε πόσες φορές την είδα να περνάει μπροστά μου, μια γυναίκα, κορίτσι πιο πολύ, με μάτια, μαλλιά, στήθος και σώμα νεανικό, καβάλα σε μεγάλο ζώο, δράκο η άλογο, πολεμίστρια που ταξίδευε στις πόλεις, διάβαινε με άρμα δρεπανηφόρο, γύρευε ποιος ξέρει τι, το σπίτι της το παλιό, τους φίλους της, υποσχέσεις που ξεχάστηκαν, εχθρούς γύρευε ή ζώα αγριεμένα; Ο ήλιος αυτός ήταν δικός της.
Κι έτσι όμως έγινε η ασυνέχεια, από μία μικρή απροσεξία, κι όλα λύθηκαν, έχασαν τη συνοχή τους και σκορπίστηκαν παντού στον αέρα, στη φούστα της και στο χώμα. Κι ύστερα ένα πρωί κάπου έγινε ένα λάθος, ένας πόντος χάθηκε κι οι λέξεις χύθηκαν έξω, αλλά σαν από θαύμα κόλλησαν στο περιθώριο σαν να τις τραβούσε μαγνήτης κι έγινε κάτω απ αυτές τις συνθήκες κάτι σαν κάδρο, όμως χάθηκαν τα χρώματα ή δείλιασαν να βγουν ακόμα κι έτσι, πολύ οργανωμένα σαν στρατιωτάκια. Κάποτε ήταν κορίτσι. Κι όμως με ένα περίεργο τρόπο η ηλικία της χάθηκε. Κι έτσι μια μέρα ξεκίνησε να ράβει με τα επιδέξιά της δάκτυλα δαντέλες περιζήτητες και σπάνια σατέν, λευκές και υπόλευκες κλωστές κι όλο κένταγε, όλο. Κι έτσι πέρασαν τα χρόνια, έτσι κύλησαν τα ανοιξιάτικα χρόνια της.
Του είχε τάχα περάσει από το νου του πλάσματος αυτού με τα φτερά τεράστια, του πέρασε άραγε ποτέ από το νου ότι έτσι κάπως πέφτουν; Ότι κάπως έτσι τελειώνουν όλα; Είχε ετοιμαστεί να ζήσει μια τέτοια στιγμή; Πελώριος ένας κόμπος η καρδιά του. Είχε προλάβει να κάνει όσα ήθελε; Είχε κοιτάξει όσο ήθελε το φεγγάρι; τα καράβια; τις νύχτες; Αίμα δεν είχε στις φλέβες του. Πεθαίνοντας τι έμενε; Μήπως ένας στίχος; Ένα καράβι ίσως; Μια αποσκευή; Μία σταγόνα; Ένα φτερό; Τι; Το ζώο είπε: Δεν ήταν πια αυτός ο βασιλιάς; Ζώα σχεδόν κανονικά, σχεδόν συνηθισμένα, λεηλατούσαν τα όνειρά του πάνω κάτω διαρκώς. Από πού έρχονταν;
Αυτά τα σώματα που μιλούσαν για αγάπη, που φυλούσαν την αγάπη (μην πληγωθεί) που τα΄ χαν παίξει όλα για όλα που΄ χαν κάνει την καλή ριξιά την καλύτερη, που΄ χαν περιγελάσει τους θεούς και τους δαίμονες, τώρα αποκαμωμένοι στέκονταν ο ένας πλάι στον άλλον
Η καρδιά της όμως, η καρδιά της αυτής της γυναίκας που ήταν; Γιατί πολλές φορές ακόμα τώρα, ακούω τον θόρυβο του φουστανιού της, ακούω το βουητό από τις μικρές πόλεις που ξυπνάνε, ακούω τα εργοστάσια να γουργουρίζουν και τις φωνές των ανθρώπων. Ακούω τις γάτες που τρυπώνουν στις πτυχές ψάχνοντας μια φωλιά. Κι άλλες πάλι φορές νιώθω κάτω από τα επάλληλα υφάσματα κάτι να ανασαίνει˙ μια καινούργια ζωή ….ανυπόμονη.
Όταν κάποιος ήθελε να γδύσει ή μάλλον να πούμε καλύτερα να ξεφλουδίσει αυτή την γυναίκα; Τότε; Είχε φροντίσει εκείνη να καλύψει το σώμα της όλο, με επάλληλα στρώματα από υφάσματα και λουλούδια και δαντέλες, είχε φροντίσει να κρύψει το σώμα της, τα μέλη της, την καρδιά της, το μυαλό της, τα είχε τυλίξει σε ασφαλείς σφιχτές πλεξούδες απ’ τα μαλλιά της.
Ήταν όλοι εκεί, γύρω, μέσα, πιο πέρα πιο δυνατά αλλά όχι πάντα˙ τις νύχτες ύπνος φορτωμένος. Το πρωί κίνηση, λέξεις ιστορίες, χρονολογίες, λόγια, φίλοι. Ήτανε όλοι-όλα εκεί. Βράδυ με φως, βιβλία ξεκοιλιασμένα, σημειωμένα, διπλογραμμένα …
Ίσως κι εδώ αυτή η μορφή ήταν πιο πριν ένα αιλουροειδές, μία αγριόγατα πριν μολυνθεί και αφομοιωθεί από αυτό το κύτταρο – ή μήπως ήταν αμοιβάδα; Ότι κι αν ήταν, στερούσε από τις μορφές την εξέλιξη, τις αλλοίωνε, τις παραμόρφωνε πριν ολοσχερώς τις καταπιεί. Αλίμονο, να τρέπονται σε φυγή τους έμενε μόνο. Δίδυμα βρέφη σε κίνδυνο αιωρούνται σε κενό κυτταρικών αναταράξεων.
Αυτή η γυναίκα παραδείγματος χάριν, Τι είχε στο μυαλό της; Ποιες ήταν οι επιθυμίες της; Είχε; Συχνά τα όνειρα χάνονταν στο θολό της βλέμμα. Τι σκεφτόταν; τα παιδιά της; τον σκύλο της; άντρες; την τέχνη; τον πόλεμο; Και στο τέλος – τέλος τι χρώμα είχε; Είχε μεγαλώσει μέσα στα χρώματα, στις μυρωδιές, είχε κάνει βουτιά στις αισθήσεις, είχε χάσει την «επιστημοσύνη», είχε μείνει παιδί. Δεν ωρίμαζε. Θυμόταν πως της άρεσαν οι νύχτες (μωβ) Η θάλασσα πάντα, θυμόταν να φαντάζεται την εικόνα της στον κόσμο, να αφοσιώνεται στη μουσική, θυμόταν πως ήταν να λιώνουν μέσα της τα όργανά της, πως ήταν τα μαύρα μάτια των αγοριών στο μαξιλάρι της,
Είχε έρθει από πολύ μακριά, είχε περπατήσει ερήμους, είχε διασχίσει κοιλάδες, είχε προσπεράσει βουνίσιες κορφές και θαλασσινές πεδιάδες, είχε τρυπηθεί από αγκάθια, είχε χάσει τα παπούτσια της. Την προστάτευε κάποιος άγγελος; Ή κάτι άλλο πιο σκοτεινό, πιο μοχθηρό, που ζούσε στο σκοτάδι; Άγγελος προστάτης ξύπνιος που καταλήγει σε άγγελο μωρό κοιμισμένο. Ποια ήταν λοιπόν και από πού κρατούσε η σκούφια της; Με αποσκευές λόγια, λέξεις που δεν είχαν λεχθεί: Τι ζητούσε; Είχε κάποιο προορισμό; Αντικείμενα απροσδιόριστα την κύκλωναν πυκνά –πυκνά.