Ήταν ρολόι; Ήταν φεγγάρι: και τότε γιατί ξετυλιγόταν σαν να του είχε φύγει πόντος;
Αυτή ήταν μικρή και της άρεσε να αντιγράφει γράμματα σε λέξεις κι ας μην ήξερε τι σήμαιναν. Μιμόταν το σχήμα τους. Κι αυτά; Αυτά ζούσαν μέσα στις πτυχές των ρούχων της. Την κυρίευαν, την κατέκλυζαν, την πολιορκούσαν στα όνειρά της. Όταν η μαμά της τίναζε τα σεντόνια της ή τα ρούχα της, γράμματα πετάγονταν από μέσα παντού, κολλούσαν στα πράγματα, χόρευαν κοροϊδευτικά μπροστά της, μεταμορφώνονταν σε καπέλα, σπίτια, γάντια και ζώα. Εκείνη αγαπούσε το σχήμα τους, την μυρωδιά τους, την γεωμετρία τους.
Μια μέρα ξαφνικά, ένα σκίσιμο στο ρούχο της, ένας μικρός πόντος, μια τόση χαραμάδα κι άρχισαν τα γράμματα να ξεγλυστρούν προς τα έξω ανάκατα και θριαμβευτικά. ‘’Μία τρύπα, μία έξοδος, μπορούμε τώρα να βγούμε, να ενωθούμε με τους άλλους, θα ζήσουμε ανάκατα, χωρίς σειρά, χωρίς νόημα, τρέχααα εκεί μια τρύπα’’ Κι έτρεξαν.
Κι έτσι διαλύθηκαν οι εικόνες της, αιωρήθηκαν και διαλύθηκαν σε μοναχικά σύμβολα κι ανακατεύτηκαν ακατάστατα, ασχημάτιστα και άνισομερώς και το ρούχο της ααα το ρούχο της ξηλωνόταν γοργά κι αναπότρεπτα!
Sorry, the comment form is closed at this time.