Του είχε τάχα περάσει από το νου του πλάσματος αυτού με τα φτερά τεράστια, του πέρασε άραγε ποτέ από το νου ότι έτσι κάπως πέφτουν; Ότι κάπως έτσι τελειώνουν όλα; Είχε ετοιμαστεί να ζήσει μια τέτοια στιγμή; Πελώριος ένας κόμπος η καρδιά του. Είχε προλάβει να κάνει όσα ήθελε; Είχε κοιτάξει όσο ήθελε το φεγγάρι;
τα καράβια;
τις νύχτες;
Αίμα δεν είχε στις φλέβες του. Πεθαίνοντας τι έμενε; Μήπως ένας στίχος;
Ένα καράβι ίσως;
Μια αποσκευή;
Μία σταγόνα;
Ένα φτερό;
Τι;
Το ζώο είπε: Δεν ήταν πια αυτός ο βασιλιάς;
Ζώα σχεδόν κανονικά, σχεδόν συνηθισμένα, λεηλατούσαν τα όνειρά του πάνω κάτω διαρκώς. Από πού έρχονταν; Ήταν του κόσμου τούτου; Ή μήπως είχε κι όλας περάσει τα σύνορα; Ζευγάρια παράταιρα χόρευαν βαλς με ρούχα χάρτες και φτερά διάφανα. Έπεφτε με ελαφρότητα τρομερή. Έπεφτε όπως τα φύλλα πέφτουν. Τον τελευταίο καιρό την είχε αποκάμει ο λυρισμός, γι αυτό έλεγε να αποχωρήσει σιγά – σιγά.
Sorry, the comment form is closed at this time.