4a
Κι έτσι όμως έγινε η ασυνέχεια, από μία μικρή απροσεξία, κι όλα λύθηκαν, έχασαν τη συνοχή τους και σκορπίστηκαν παντού στον αέρα, στη φούστα της και στο χώμα. Κι ύστερα ένα πρωί κάπου έγινε ένα λάθος, ένας πόντος χάθηκε κι οι λέξεις χύθηκαν έξω, αλλά σαν από θαύμα κόλλησαν στο περιθώριο σαν να τις τραβούσε μαγνήτης κι έγινε κάτω απ αυτές τις συνθήκες κάτι σαν κάδρο, όμως χάθηκαν τα χρώματα ή δείλιασαν να βγουν ακόμα κι έτσι, πολύ οργανωμένα σαν στρατιωτάκια.

Κάποτε ήταν κορίτσι. Κι όμως με ένα περίεργο τρόπο η ηλικία της χάθηκε.
Κι έτσι μια μέρα ξεκίνησε να ράβει με τα επιδέξιά της δάκτυλα δαντέλες περιζήτητες και σπάνια σατέν, λευκές και υπόλευκες κλωστές κι όλο κένταγε, όλο. Κι έτσι πέρασαν τα χρόνια, έτσι κύλησαν τα ανοιξιάτικα χρόνια της. Κάποτε πέταξε πέρα ότι λευκό είχε μέχρι τότε, μόλις βρήκε την κόκκινη κλωστή. Είχε τόσο κουραστεί, κένταγε συνέχεια, έραβε, μπορεί να έφταιγε κι αυτό: ποτέ κανείς δεν ήρθε να της πει, να τη ζητήσει σε γάμο δεν ήρθε. Μπορεί να έφταιγε κι αυτό. Ύστερα, κάποτε άρχισε να μπερδεύεται, στροβιλιζόταν ατελείωτα … το λευκό, το μαύρο … αλλά ποτέ δε σκέφτηκε να εγκαταλείψει τις βελόνες, γι αυτήν ήταν προορισμός, τα μαλλιά της έγιναν γκρίζα, ήταν κορίτσι κάποτε, ύστερα η ηλικία της χάθηκε. Το φόρεμα μεγάλωσε, μάκρυνε κι άπλωσε, της άρεσε να το θαυμάζουν, ωστόσο έμενε πάντα ατελείωτο.
Ένοιωσε πια τις σκιές, είδε τα φεγγάρια κρυμμένα, τα ανοιξιάτικα χρόνια της να περνούν, άρχισε να προσθέτει μαύρα μετάξια και σιφόν, εξ άλλου δεν είχε φανεί τόσον καιρό κανείς. Μια μέρα βρήκε την κόκκινη κλωστή. Είχε κουραστεί από τη λευκότητα, την αγνότητα, την καθαρότητα, πέταξε πέρα τα λευκά νήματα και τις δαντέλες και άρχισε να ράβει και να κεντάει με κόκκινο όλο. Έτσι ξεκίνησε μια μέρα να ράβει κι όμως με ένα περίεργο τρόπο το φόρεμα δεν τελείωνε πάλι, ήταν … δεν καταλάβαινε ακριβώς πότε άλλαξε αυτό, πότε το λευκό και το μαύρο έπαψαν, πότε το κόκκινο εισέβαλε στη φούστα της μόνο, όχι στη ζωή της, αλλά ίσως και σ΄αυτή, αφού τόσα χρόνια πέρναγαν, αφού κάποτε ήταν κορίτσι και τώρα όχι, αφού η ηλικία της είχε χαθεί, μαζί και τα ανοιξιάτικά της χρόνια, και εξ άλλου το κόκκινο ταίριαζε με τα γκρίζα της μαλλιά και ήταν ευγνώμων, ευγνώμων σε εκείνο το μικρό λάθος, απροσεξία μάλλον που κατέστρεψε τη συνέχεια κι όλα χύθηκαν μέσα στη φούστα της ανακατεμένα γιατι έτσι μπορεί κι αυτή να σωζόταν …γιατί το κόκκινο ήταν δυνατό και αισθησιακό …. γιατί είχε
τόσο κουραστεί από την ψυχρότητα του λευκού, την καθαρότητα, την αγνότητα, τη σωστότητα!

Related Posts

Sorry, the comment form is closed at this time.